επισιτίζω

επισιτίζω
дет. снабжать (продовольствием)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επισιτίζω" в других словарях:

  • επισιτίζω — (AM ἐπισιτίζομαι) [σιτίζω] μέσ. ἐπισιτίζομαι εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμα νεοελλ. εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμα αρχ. μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.) β) παρασιτώ …   Dictionary of Greek

  • επισιτίζω — επισίτισα, επισιτίστηκα, επισιτισμένος, μτβ., εφοδιάζω με τρόφιμα, τροφοδοτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισιτίζω — ἐπισῑτίζω , ἐπισιτίζομαι furnish oneself with food pres subj act 1st sg ἐπισῑτίζω , ἐπισιτίζομαι furnish oneself with food pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισιτισμός — ο (AM ἐπισιτισμός) [επισιτίζω] εφοδιασμός, προμήθεια τροφίμων («ο επισιτισμός τού στρατού») αρχ. αποθήκευση τροφίμων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»